Ανεύρυσμα Κοιλιακής Αορτής

Γιώργος Μ. Χατζαντώνης MD

Γεώργιος Μ. Χατζαντώνης MD

Ειδικός Αγγειοχειρουργός & Ενδαγγειακός Χειρουργός
Εξειδικευμένος στη Χειρουργική του Διαβητικού Ποδιού

Ανεύρυσμα Κοιλιακής Αορτής

Σεβόμαστε τη ζωή μας… ελέγχουμε την αορτή μας

Τι είναι το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής;

Η αορτή είναι το κυριότερο και μεγαλύτερο αγγείο του ανθρώπινου σώματος που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στα υπόλοιπα όργανα. Ανάλογα με την πορεία της μέσα στο σώμα χωρίζεται σε επιμέρους μοίρες (την ανιούσα, τη θωρακική και κοιλιακή μοίρα). Η λέξη ανεύρυσμα προέρχεται από το ρήμα ανευρύνω που σημαίνει «διαστέλλομαι». Στην γλώσσα της ιατρικής ανεύρυσμα ορίζεται κάθε διεύρυνση του αγγείου πάνω από το 50% της κανονικής διαμέτρου του.

Η φυσιολογική διάμετρος της κοιλιακής αορτής, η οποία αντίστοιχα χωρίζεται σε ανατομικά τμήματα, κυμαίνεται στους άνδρες μεταξύ 2,4 – 3,0 εκ. και στις γυναίκες 2,2- 2,7 εκ. Με βάση τον ορισμό της αμερικανικής και ευρωπαϊκής αγγειοχειρουργικής εταιρείας , κάθε διεύρυνση της κοιλιακής αορτής πάνω από 3 εκ θεωρείται ανεύρυσμα. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι στο τμήμα αυτό εμφανίζονται τα περισσότερα ανευρύσματα και κάτω από τις νεφρικές αρτηρίες σημειώνονται σε ποσοστό 85%. Τα ανευρύσματα είναι συχνότερα στους άνδρες άνω των 65 χρονών (1,3%-1,7%) αλλά και στις γυναίκες (καπνίστριες) υπάρχει 4-πλάσιος κίνδυνος ρήξης μικρότερου μεγέθους ανευρύσματος. Το κάπνισμα θεωρείται ο κύριος προδιαθεσικός παράγοντας ενώ σε αυτούς συγκαταλέγονται ακόμα η αρτηριακή υπέρταση, η εθνικότητα καθώς και το οικογενειακό ιστορικό.

2-πλάσιος κίνδυνος εμφάνισης σε συγγενείς πρώτου βαθμού

Κλινική Εικόνα

Τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής παραμένουν στην πλειονότητά τους ασυμπτωματικά έως τη ρήξη τους. Σε περίπτωση ρήξης, το 75% των ασθενών θα καταλήξουν πριν φτάσουν στο νοσοκομείο, ενώ από το υπόλοιπο 25% οι μισοί ασθενείς δε θα επιβιώσουν κατά τη διάρκεια του χειρουργείου ή μετά από αυτό.

Οι περισσότερες περιπτώσεις ανευρυσμάτων διαγνώσκονται ως τυχαίο εύρημα στα πλαίσια ουρολογικών εξετάσεων στους άνδρες ή ορθοπεδικών εξετάσεων ή γυναικολογικών εξετάσεων στις γυναίκες. Κύρια συμπτώματα είναι οξύ κοιλιακό ή οσφυϊκό άλγος με ή χωρίς αντανάκλαση στη δεξιά ή αριστερά πλάγια οσφυϊκή χώρα , μιμούμενο κάποιες φορές έναν οξύ κωλικό νεφρού. Σε περίπτωση ρήξης του κοιλιακού αορτικού ανευρύσματος, στα συμπτώματα προστίθεται το υποογκαιμικό σοκ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εμφάνιση περιφερικών μικροεμβολικών εμφράκτων στα κάτω άκρα μπορεί να υποδηλώνει την ύπαρξη ενός θρομβωγενούς ανευρύσματος. Ο ετήσιος κίνδυνος ρήξης του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής αυξάνεται με την αύξηση της διαμέτρου του. Για παράδειγμα σε ανευρύσματα με διάμετρο κάτω των 5,5 εκατοστών το ποσοστό του κινδύνου ρήξης ανά έτος υπολογίζεται στο 1-1,6%, σε 5,5- 6 εκατοστά 3,5 % , σε 6-7 εκατοστά 4,1%, ενώ πάνω από 7 εκατοστά στο 6,3 %. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ευρωπαϊκής αγγειοχειρουργικής εταιρείας συστήνεται ο περιοδικός υπερηχογραφικός έλεγχος ανά έτος για ανευρύσματα 3,5-4,4 εκατοστά και ανά 6 μήνες για τα ανευρύσματα 4,5-5,4 εκατοστά. Όταν η διάμετρος του ανευρύσματος φτάσει τα 5,5 εκατοστά στους άνδρες και 5 εκατοστά στις γυναίκες, τότε συνίσταται η ενδοαγγειακή ή ανοικτή χειρουργική αποκατάσταση.

Διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά με απεικονιστικές μεθόδους και κύριο λόγο παίζει το υπερηχογράφημα κοιλίας. Στα πλαίσια μείωσης του αριθμού ραγέντων ανευρυσμάτων και κατά συνέπεια στη μείωση της θνητότητας από τη νόσο αυτή προτείνει η ευρωπαϊκή αγγειοχειρουργική εταιρεία τον υπερηχογραφικό έλεγχο ρουτίνας σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών και άνω των 50 ετών σε άτομα με οικογενειακό ιστορικό της νόσου αυτής.

Ανάλογα με το μέγεθος του αγγείου προτείνεται για διάμετρο 3-3,9 εκατοστά επανέλεγχος κάθε 3 χρόνια, για 4-4,9 εκατοστά κάθε χρόνο και από 5-5,5 εκατοστά κάθε 3-6 μήνες.

Σε περίπτωση διάγνωσης παθολογικής διεύρυνσης της αορτής συνίσταται μια αξονική αγγειογραφία της αορτής (CTA-computed tomography angiography) με σκιαγραφικό για καλύτερο προσδιορισμό της πραγματικής διαμέτρου και αποκλεισμό υποκείμενων ανευρυσμάτων σε άλλα σημεία του αγγείου. Σε ασθενής με νεφρική ανεπάρκεια υπάρχει η δυνατότητα της μαγνητικής αγγειογραφίας (MRA magnetic resonance angiography).

Θεραπεία υπονεφρικού ανευρύσματος κοιλιακής αορτής

Α. Ανοιχτή αποκατάσταση (Open Aortic Repair, OAR)

Η μέθοδος αυτή, η οποία τον τελευταίο καιρό λόγω ανάπτυξης πρωτοποριακών ενδοαγγειακών τεχνικών και μοσχευμάτων είχε παραμεριστεί, επανέρχεται ολοένα περισσότερο στο προσκήνιο της θεραπείας του κοιλιακού αορτικού ανευρύσματος. Η κλασσική χειρουργική αποκατάστασης της αορτής προτείνεται ιδιαίτερα σε άτομα νεότερης ηλικίας με υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης χωρίς υποκείμενα νοσήματα, όπως και σε άτομα που δεν πληρούν τα προτεινόμενα ανατομικά κριτήρια για ενδοαγγειακή θεραπεία. Το χειρουργείο πραγματοποιείται κάτω από γενική αναισθησία και μετεγχειρητικά είναι απαραίτητη η παραμονή του ασθενούς στη μονάδα αυξημένης φροντίδας ή εντατικής θεραπείας. Η μετεγχειρητική θνητότητα στα προγραμματισμένα χειρουργεία αγγίζει το 3-4 % .

Το πλεονέκτημα είναι ότι ο ασθενής για τα πρώτα 5 χρόνια δεν χρειάζεται κάποιο ετήσιο μετεγχειρητικό έλεγχο και η εμφάνιση μακροπρόθεσμων επιπλοκών είναι αρκετά χαμηλή.

Β. Ενδοαγγειακή αποκατάσταση (EndoVascular Aortic Repair, EVAR)

H ενδοαγγειακή αποκατάσταση του υπονεφρικού κοιλιακού ανευρύσματος έχει καταστεί μια ευρέως αποδεκτή, ελάχιστα επεμβατική και ασφαλής μέθοδος αντιμετώπισης της ασθένειας. Στις μέρες μας, χρησιμοποιούνται μοσχεύματα 4ης και 5ης γενιάς, τα οποία εξασφαλίζουν τον πλήρη αποκλεισμό του ανευρύσματος. Βασική προϋπόθεση για την επιτυχή και διαρκή αποκατάσταση του ανευρύσματος είναι ασφαλώς η χρήση των μοσχευμάτων μέσα στα πλαίσια των οδηγιών χρήσης τους, που περιλαμβάνουν μια σειρά από ανατομικά κριτήρια. Η επέμβαση αυτή προτείνεται σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με κάποιο σοβαρό υποκείμενο νόσημα. Πραγματοποιείται υπό γενική, τοπική ή ραχιαία αναισθησία και μετεγχειρητικά προβλέπεται η παραμονή του ασθενούς για τουλάχιστον μια ημέρα στη μονάδα αυξημένης φροντίδας ή εντατικής θεραπείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας ή δυσλειτουργίας υπάρχει η δυνατότητα χρήσης διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ως σκιαγραφικού υλικού, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο επιδείνωσης της νεφροπάθειας. Η θνητότητα είναι σαφώς μικρότερη από εκείνη της ανοιχτής μεθόδου και κυμαίνεται στο 1,3-1,7 %.

Α: Ανοιχτή αποκατάσταση,
Β: ενδοαγγειακή αποκατάσταση υπονεφρικού ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.

Ο πρώτος μετεγχειρητικός έλεγχος πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός 30 ημερών με αξονική αγγειογραφία και ανάλογα με το αποτέλεσμα της εξέτασης, έπειτα από συνεννόηση με τον θεράποντα ιατρό, θα προγραμματιστεί ο επόμενος έλεγχος. Μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις χρειάζεται ένας ετήσιος έλεγχος είτε με υπερηχογράφημα είτε με αξονική αγγειογραφία. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει μακροχρόνια έκθεση του ασθενούς σε σκιαγραφικό και ακτινοβολία. Επίσης ο κίνδυνος εμφάνισης κάποιων επιπλοκών σε δεύτερο χρόνο δεν είναι ελάχιστος.

Διεγχειρητικός αγγειογραφικός έλεγχος με σκιαγραφικό, έπειτα από τοποθέτηση του ενδοαυλικού μοσχεύματος

Εν κατακλείδι, ο ασθενής οφείλει να ενημερωθεί άρτια από τον θεράποντα ιατρό και για τις δυο μεθόδους και να γνωρίζει τόσο τα προτερήματα όσο και τα μειονεκτήματα κάθε τεχνικής. Η τελική απόφαση για το ποια μέθοδος θα χρησιμοποιηθεί είναι κοινή, με τη βαρύτητα της ευθύνης να παραμένει στον αγγειοχειρουργό.

ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Δευτέρα:
Πέμπτη:

17:30 – 21:00
17:30 – 21:00